δεητικά

δεητικά
δεητικός
disposed to ask
neut nom/voc/acc pl
δεητικά̱ , δεητικός
disposed to ask
fem nom/voc/acc dual
δεητικά̱ , δεητικός
disposed to ask
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεητικός — ή, ό (AM δεητικός, ή, όν) παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή») νεοελλ. μσν. επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς) με παρακάλια, ικετευτικά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν δέηση, ικεσία αρχ. ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·… …   Dictionary of Greek

  • δεητικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικετευτικός, ο παρακλητικός: Το παιδί κοίταξε τη μητέρα του στα μάτια δεητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”